Ιατρική Ευθύνη
του Χάρη Πολίτη, δικηγόρου ΑΠ, ΣτΕ, Δρος Ιατρ. Π.Α., Επισκέπτη Καθηγητή Ιατρικού Δικαίου Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Πολύς λόγος γίνεται τις τελευταίες δύο δεκαετίες για την ιατρική ευθύνη. Συμβαίνουν στη χώρα μας ιατρικά σφάλματα;
Συμβαίνουν σε αρκετό βαθμό. Υπάρχει μάλιστα χρόνο με το χρόνο μια τάση να αυξάνονται οι μηνύσεις και αγωγές κατά των γιατρών σε πανελλήνια κλίμακα.
Αυτό σημαίνει ότι η άσκηση ιατρικής στη χώρα μας έχει γίνει επικίνδυνη;
Το επικίνδυνο έχει δύο όψεις. Ναι, πιστεύουμε ότι για τους γιατρούς η άσκηση της ιατρικής έχει γίνει επικίνδυνη. Και αυτό φαίνεται όχι μόνο από τις μηνύσεις ή τις αγωγές, των οποίων ο αριθμός είναι τεράστιος σε σχέση με 20 χρόνια πριν, αλλά και το ότι σχεδόν όλοι οι γιατροί χειρουργικών ειδικοτήτων είναι σήμερα ασφαλισμένοι με ποσά από 300.000 ευρώ και πάνω και το ποσόν βαίνει διαρκώς αυξανόμενο.
Για τον ασθενή όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Σε όλα τα μέρη του κόσμου, ακόμη και στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, στην Ελβετία, που έχουν εκπληκτικό επίπεδο ιατρικής, συμβαίνουν ιατρικά σφάλματα. Αυτό βεβαίως προκύπτει και από τις δικαστικές αποφάσεις.
Το πρόβλημα που τώρα αναδεικνύεται είναι ότι όλο και περισσότεροι προσφεύγουν εναντίον των γιατρών.
Πού οφείλεται αυτό το φαινόμενο;
Σε πολλούς παράγοντες. Καταρχήν κοινωνικούς. Παλιότερα υπήρχαν πολύ λίγοι γιατροί, καλών οικογενειών και ο κόσμος έδειχνε εξαιρετικό σεβασμό. Ας μη λησμονούμε το ότι μέχρι και τη δεκαετία του ?60 ο γιατρός μαζί με το δήμαρχο, το δάσκαλο, τον παπά, τον δικηγόρο, αν υπήρχε, αποτελούσαν την «νομενκλατούρα» του χωριού. Επομένως τα ιατρικά σφάλματα δεν ονομάζονταν έτσι, αλλά ήταν προφανώς θέλημα Θεού μια επιπλοκή, μια εσφαλμένη ενέργεια, μια εσφαλμένη διάγνωση. Με την πάροδο των χρόνων το ιατρικό επάγγελμα, όπως και όλα τα επαγγέλματα, με τον υπερπληθωρισμό, έχασε τη λάμψη του. Από τη άλλη πλευρά τα ΜΜΕ έχουν παίξει και αυτά ένα ρόλο ιδιαίτερα αρνητικό. Η είδηση είναι το ιατρικό σφάλμα και όχι η θεραπεία του ασθενούς. Έτσι το 1%, το 5% των επιπλοκών μιας επέμβασης δαιμονοποιούνται, προβάλλονται με αρνητικό τρόπο, με συγγενείς που σπαράζουν μπροστά στις κάμερες, και δικαιολογημένα από πλευράς τους. Μπορεί η ατυχής εξέλιξη να μην οφείλεται σε σφάλμα του γιατρού, αλλά σε ρίσκο της ίδιας της επέμβασης ή και σε ταλαιπωρημένο οργανισμό του ασθενούς με υποκείμενα νοσήματα, όπως καρδιοπάθειες, σακχαρώδη διαβήτη κλπ.
Θα αναφέρουμε και άλλους δύο παράγοντες. Από τη μια πλευρά τη δυσπιστία πλέον των ασθενών έναντι των κρατικών ιδίως νοσοκομείων όπου, εκ των προτέρων «πεπεισμένοι» ότι δεν πρόκειται να εξυπηρετηθούν, προσέρχονται με αρκετούς συγγενείς και φίλους για να τους χρησιμοποιήσουν ως μέσο πίεσης εναντίον των γιατρών και αργότερα ως πιθανούς μάρτυρες μιας όχι αίσιας έκβασης μιας επέμβασης.
Από την άλλη πλευρά εδώ και μερικά χρόνια, ακόμη και πριν την κρίση, υπήρχε η πεποίθηση, μερικώς δικαιολογημένη, ότι οι γιατροί έχουν πολλά χρήματα. Έτσι ο οικονομικός παράγοντας ήταν και είναι ισχυρό κίνητρο για την άσκηση μηνύσεων και αγωγών κατά των γιατρών.
Μπορούμε βεβαίως να αναφέρουμε και άλλες αιτίες. Μία από αυτές είναι ότι πολλές φορές οι γιατροί, για να μην αγχώσουν τους ασθενείς και τους οικείους τους υπόσχονται κατά κάποιο τρόπο την επιτυχία της επέμβασης, όπως και το ότι, μετά από μια επιπλοκή ή δυσμενή εξέλιξη, ο γιατρός δεν μπορεί να διαχειρισθεί με κατάλληλο τρόπο τους συγγενείς, αρκετές φορές εξαφανίζεται, κάτι που τους εξαγριώνει και είναι και στοιχείο έμμεσης υπαιτιότητάς του.
Ποιος είναι ο ορισμός της ιατρικής ευθύνης;
Η ιατρική ευθύνη πολλές φορές είναι συνώνυμη με την ιατρική αμέλεια ή το ιατρικό σφάλμα. Σημαίνει ότι ο γιατρός πρέπει να ενεργεί πάντοτε σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, τέχνης και δεοντολογίας και να επιδεικνύει προς τον ασθενή εκείνο το ενδιαφέρον που πρέπει, εκείνο το ενδιαφέρον που αναμένει η κοινωνία και η πολιτεία να δείξει ένας μέσος εξειδικευμένος γιατρός.
Το κριτήριο αυτό είναι αντικειμενικό. Ο δικαστής δηλαδή αναμένει την επιμέλεια ενός μέσου γιατρού. Δεν περιμένει ενός καθηγητή ιατρικής αλλά ούτε και ενός αρχάριου ή ενός ειδικευόμενου, χωρίς να υπάρχει η κατάλληλη επίβλεψη. Αυτή είναι καταρχάς η έννοια της ιατρικής ευθύνης.
Η έννοια της ιατρικής ευθύνης αλλάζει σύμφωνα με τις ιατρικές εξελίξεις;
Βεβαίως. Θα πρέπει να κρίνεται κάθε φορά το μέτρο επιμέλειας του γιατρού σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης που ισχύουν. Αν λ.χ. δικαζόταν γιατρός τον 19ο αιώνα θα είχε χρησιμοποιήσει χλωροφόρμιο. Σήμερα δεν χρησιμοποιείται και γιατί έχει παρενέργειες, αλλά και γιατί υπάρχουν πολύ πιο αποτελεσματικές και ασφαλείς μέθοδοι και προνάρκωσης και νάρκωσης. Αλλά ας πάμε σε ένα πολύ πιο κοντινό μας παράδειγμα. Τη γαστρεντερολογία. Παλαιότερα το έλκος στομάχου αντιμετωπιζόταν με αντιόξινα και γάλα. Σήμερα αντιμετωπίζεται με φάρμακα που αναστέλλουν τη ροή των οξέων γαστρικών υγρών του στομάχου και με αντιβιώσεις που καταπολεμούν το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, αν υπάρχει. Σήμερα ένα έλκος θεραπεύεται τις περισσότερες φορές πλήρως, εκτός αν είναι ιατρικά παραμελημένο. Ο γιατρός λοιπόν που θα εφαρμόζει θεραπείες προηγούμενων δεκαετιών θα έχει ευθύνη για όποια ζημιά υποστεί ο ασθενής.
Επίσης οι ενδοσκοπήσεις έφεραν μια επανάσταση στη διάγνωση και θεραπεία παθήσεων του στομάχου, δωδεκαδακτύλου, παχέος εντέρου, όπως είναι αιμορραγίες του ανώτερου και κατώτερου πεπτικού, αφαίρεση πολυπόδων κλπ. Με πολύ πιο ταχείες διαδικασίες ο ασθενής αυξάνει τις πιθανότητες και ορθής διάγνωσης, αλλά και άμεσης επέμβασης. Ένα στομάχι που αιμορραγεί θα χρειαζόταν άλλοτε, αν η αιμορραγία δεν σταματούσε με συντηρητικά μέσα, ένα βαρύτατο χειρουργείο. Σήμερα μπορεί να γίνει με μία απλή γαστροσκόπηση. Μόνο αν αυτή αποτύχει και η αιμορραγία επιμένει, ο ασθενής θα εισαχθεί στο χειρουργείο.
Επομένως η εξέλιξη της ιατρικής έφερε και μια αρχή της αναλογικότητας ως προς το ποια μέθοδο θα χρησιμοποιηθεί στον κάθε ασθενή. Στα παραδείγματα που αναφέραμε πιο πάνω θα ήταν λάθος να χειρουργηθεί εξαρχής ο ασθενής προτού παρέμβει ο γαστρεντερολόγος, εκτός εκτάκτων περιπτώσεων, λ.χ. αιμορραγίας από τροχαίο όπου ούτως ή άλλως καλό είναι να διανοιχθεί λαπαροσκοπικά η κοιλιά, ώστε να διαπιστωθεί και αν αιμορραγούν και άλλα όργανα του ασθενούς, λ.χ. ρήξη ήπατος, σπλήνας κλπ.
Ο γιατρός ευθύνεται όταν?
Ευθύνη επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, έχει ο γιατρός αν δεν τηρήσει τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης είτε από άγνοια είτε από απειρία είτε από απερισκεψία ή ανεπιτηδειότητα. Θα πρέπει όμως να τονίσουμε ότι πολλές φορές, όταν έχει υπάρξει μια επιπλοκή είναι πολύ δύσκολο να διακρίνουμε εκ του αποτελέσματος αν ο γιατρός ενήργησε lege artis, σύμφωνα δηλαδή με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης ή υπέπεσε σε σφάλμα.
Μερικές φορές η ευθύνη του γιατρού είναι προφανής, λ.χ. γιατί άφησε στο κήτος της κοιλιάς του ασθενούς μια γάζα ή ένα χειρουργικό εργαλείο. Στον κόσμο αυτό φαίνεται εξωκοσμικό, αλλά συμβαίνει αρκετές φορές είτε εξαιτίας πίεσης στα χειρουργεία ή, όσον αφορά στις γάζες, επειδή η νοσηλεύτρια που έχει την ευθύνη καταμέτρησης κάπου αφαιρέθηκε και δεν μέτρησε σωστά κατά την εξαγωγή. Οι γάζες βεβαίως παίρνουν αμέσως το χρώμα του αίματος και ο γιατρός είναι δύσκολο να τις διακρίνει.
Υπάρχουν βεβαίως και περιπτώσεις σοβαρότατων εμφραγμάτων, εγκεφαλικών επεισοδίων, σοβαρών τροχαίων, καθώς και καλπάζουσας εξέλιξης κακοηθειών ή εξαιρετικά επιθετικών λοιμώξεων, όπου οι γιατροί ελάχιστα μπορούν να παρέμβουν.
Επομένως έχουν ευθύνη οι γιατροί όταν ενεργήσουν με αμέλεια;
Ευθύνη όπως είπαμε έχουν όταν ενεργήσουν με αμέλεια. Όταν ενεργήσουν με ορθό τρόπο αλλά το αποτέλεσμα είναι δυσμενές, δεν θα κρίνουμε το γιατρό με βάση το δυσμενές αποτέλεσμα, αλλά με βάση τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε, και αν αυτός ήταν ορθός ή όχι. Όπως είπαμε βεβαίως είναι πολύ δύσκολο, αρκετές φορές να κριθεί αυτό.
Ποιο είναι το όργανο που κρίνει το γιατρό;
Αυτό βεβαίως θα το κρίνουν εκείνα τα θεσμοθετημένα όργανα από το νόμο. Κυρίως το δικαστήριο, αστικό ή ποινικό ή διοικητικό, αλλά, ενδεχομένως, και όργανα του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, αν τεθεί θέμα πειθαρχικής ευθύνης ή και των Πειθαρχικών Συμβουλίων των Ιατρικών Συλλόγων.
Όταν το αποτέλεσμα είναι ατυχές δεν αποζημιώνεται πάντοτε ο ασθενής;
Η απάντηση, όσο και αν φαίνεται λογική και απλή, έχει πολλά σκέλη και πρέπει να απαντηθεί ως προς όλα.
Πρώτον γιατί, όπως είπαμε παραπάνω πολλές φορές είναι η κατάσταση του ασθενούς που επιφέρει το δυσμενές αποτέλεσμα. Δεν θα ζητήσει βεβαίως κανείς ευθύνη από το γιατρό που δεν διατήρησε στη ζωή έναν ασθενή με καρκίνο τελικού σταδίου. Σε αντίθετη περίπτωση όλοι οι γιατροί έπρεπε να είναι στις φυλακές ή να έχουν υποθηκεύσει τα σπίτια τους.
Δεύτερον γιατί μπορεί το δυσμενές αποτέλεσμα να οφείλεται σε επιπλοκή.
Τρίτον γιατί πολλοί άλλοι παράγοντες μπορεί να συμβάλουν στην αποτυχία μιας επέμβασης, λ.χ. το ότι ο ασθενής δεν ακολούθησε τις οδηγίες του γιατρού (σε αποκατάσταση κατάγματος ο ασθενής λ.χ. «φόρτισε» το χειρουργημένο σκέλος παρά τις αντίθετες οδηγίες του γιατρού ή δεν ακολούθησε τη δίαιτα που συνεστήθη κ.ο.κ.) ή υπάρχουν σοβαρά υποκείμενα νοσήματα, λ.χ. διαβήτης , ο οποίος έχει καταστρέψει τα αγγεία του ασθενούς κ.ο.κ.
Τέταρτον γιατί η υπερβολική επιβάρυνση των γιατρών με αγωγές και μηνύσεις εναντίον τους δημιουργούν την «αμυντική ιατρική», η οποία είναι εκείνη η ιατρική που ενώ ο γιατρός μπορεί να ενεργήσει αμέσως, ενεργεί εξαιρετικά μεγάλο αριθμό εξετάσεων από φόβο μήπως κατηγορηθεί από αστικό ή ποινικό δικαστήριο. Αυτό βεβαίως επιβαρύνει και τον ίδιο τον ασθενή με μεγαλύτερο χρόνο παραμονής στο νοσοκομείο, με μεγαλύτερους κινδύνους ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, με μεγαλύτερο κόστος για τα ασφαλιστικά ταμεία, με ράντσα στα νοσοκομεία κ.ο.κ. Στην κοινωνία πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία και μια αρχή της αναλογικότητας. Οι γιατροί πρέπει να έχουν κυρώσεις, όπως και όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι, μόνο όταν κριθεί ότι έχουν ευθύνη και σε καμία άλλη περίπτωση.
Η επιπλοκή και η δυνατότητα πρόβλεψής της.
Όλες οι επεμβάσεις έχουν τον κίνδυνο επιπλοκών. Μπορεί να είναι 0,1%, μπορεί να είναι και πολύ μεγαλύτερος. Ο γιατρός γνωρίζει ότι η συγκεκριμένη επέμβαση μπορεί να έχει επιπλοκές, αλλά δεν γνωρίζει αν θα συμβούν στο συγκεκριμένο ασθενή, ακόμη και αν ενεργήσει την επέμβαση lege artis.
Αν φέρουμε ένα παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι κάθε Σαββατοκύριακο στη χώρα, στατιστικά, θα γίνουν τόσα τροχαία ατυχήματα και τόσοι νεκροί. Εκείνο που δεν γνωρίζουμε είναι ποια αυτοκίνητα θα εμπλακούν στα ατυχήματα και ποια θα είναι τα θύματα. Ή γνωρίζουμε ότι παγκοσμίως θα «πέσουν» 4 με 5 αεροπλάνα σε όλο τον κόσμο μέσα σε ένα έτος. Εκείνο που δεν γνωρίζουμε είναι σε ποιες πτήσεις θα συμβεί το ατύχημα, ώστε να το αποφύγουμε. Έτσι, κατά τον ίδιο τρόπο, ο γιατρός γνωρίζει ότι μπορεί να υπάρξουν επιπλοκές, προσπαθεί να τις αποφύγει, λ.χ. μια λοίμωξη με ικανή χρήση αντισηπτικών και προληπτική χημειοπροφύλαξη, αλλά δεν γνωρίζει πότε και σε ποιον ασθενή θα συμβεί.
Ο ασθενής δεν διασφαλίζεται ότι δεν θα υπάρξει επιπλοκή.
Δεν υπάρχει κανένα μέρος του κόσμου όπου να διασφαλίζεται ο ασθενής ότι δεν θα έχει επιπλοκές. Τις γνωστές επιλογές που θα έχει μια ιατρική επέμβαση τις αντιμετωπίζουν οι γιατροί, λ.χ. υπολογίζουν την αιμορραγία και παραγγέλνουν εκ των προτέρων πόσες μονάδες αίματος να υπάρχουν έτοιμες, υπολογίζουν ότι μετά από μια επέμβαση υπάρχει κίνδυνος πνευμονικής εμβολής και σηκώνουν γρήγορα τον ασθενή να περπατήσει, με τις λοιμώξεις λαμβάνουν σοβαρά μέτρα αντισηψίας κ.ο.κ. Αυτές είναι οι συνήθεις επιπλοκές που αποτελούν όμως και τη ρουτίνα ή μέρος αναπόσπαστο μιας επέμβασης. Αν βεβαίως δεν συμβούν, τόσο το καλύτερο.
Υπάρχουν όμως και οι σοβαρές επιπλοκές σε ποσοστό πολύ μικρό, που είναι σοβαρές και αναφέρονται μεν στη βιβλιογραφία και στην πρακτική, αλλά, όπως είπαμε κανείς δεν γνωρίζει πότε και σε ποιον ασθενή θα συμβούν.
Η σχέση της εσφαλμένης διάγνωσης με την αμέλεια.
Ισχύει ο ίδιος κανόνας που προαναφέραμε. Το δικαστήριο θα εξετάσει αν ο γιατρός έκανε τις κατάλληλες διαγνωστικές ενέργειες, εξετάσεις κλινικές, εργαστηριακές, απεικονιστικές, που θα βοηθούσαν στο να θέσει μια ασφαλή διάγνωση. Αν παρόλα αυτά απέτυχε να θέσει διάγνωση όχι από δική του υπαιτιότητα, αλλά εξαιτίας του ότι η νόσος δεν είχε εμφανή συμπτώματα, αλλά «κρυβόταν καλά» ή δεν υπήρχε και επαρκής χρόνος για ασφαλή διάγνωση, τότε η πλανημένη διάγνωση δεν καταλογίζεται στο γιατρό. Να φέρουμε ένα παράδειγμα. Η σκωληκοειδίτιδα παρουσιάζεται με ορισμένα συμπτώματα, πόνος στο δεξί λαγόνιο βόθρο, που εντοπίζεται με την πάροδο του χρόνου, (σημείο McBurney, Lanz, Rovsing, λαγονοψοΐτη κλπ.), υπάρχει δε και λευκοκυττάρωση. Αν κανένα από τα σημεία δεν βρίσκεται και τα λευκοκύτταρα είναι φυσιολογικά, τότε είναι φυσικό να υπάρξει πλάνη για το γιατρό. Ένας πόνος στην κοιλιά, εμετοί, διάρροια ή κεφαλαλγίες μπορεί να σημαίνουν από την πιο ελαφριά νόσο μέχρι την πιο βαριά. Ο γιατρός ξεκινά με ένα βασικό αλγόριθμο. Από το πιο συχνό στο πιο σύνθετο και πολύπλοκο και ιδίως σπάνιο. Όταν λ.χ. ένα νεογνό έχει υψηλό πυρετό το πρώτο που θα σκεφθεί θα είναι μια ίωση, αλλά καλό θα ήταν να γίνει και μια καλλιέργεια για να ταυτοποιηθεί ο παθογόνος μικροοργανισμός. Θα γίνει και μια πλήρης εξέταση των νευρολογικών σημείων, ιδίως αυχενική δυσκαμψία, φωτοφοβία κλπ. Όμως πρέπει να γνωρίζουμε ότι το σπάνιο και εξαιρετικό αν είναι οξύ, πολλές φορές δεν υπάρχει χρόνος για να διαγνωσθεί. Το ζήτημα της διαγνωστικής πλάνης είναι ιδιαίτερα σημαντικό και θα μπορούσαν να γραφτούν βιβλία. Εδώ βοηθούν οι αποφάσεις των δικαστηρίων, η νομολογία, που δημιουργεί τυπολογία ιατρικών σφαλμάτων.
Τα δικαστήρια δίνουν τις πιο κατάλληλες λύσεις πάντοτε;
Με την πάροδο του χρόνου και από τις δημοσιευμένες αποφάσεις των δικαστηρίων παρατηρείται μια ολοένα και πιο αυστηρή τάση των δικαστηρίων έναντι των γιατρών. Αν ρωτήσει κανείς ένα δικαστή αν το πρόβλημα της ιατρικής ευθύνης είναι μεγάλο, θα απαντήσει όχι. Αυτό γιατί ο ποινικός και ο αστικός δικαστής αντιμετωπίζουν σωρεία άλλων αδικημάτων και το ποσοστό ιατρικής ευθύνης που φθάνει στους δικαστές σε σχέση με τα λοιπά αδικήματα είναι μικρό. Αν όμως ρωτήσει κανείς τους γιατρούς θα συνειδητοποιήσει ότι πρόβλημα λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις, ιδίως στις χειρουργικές ειδικότητες.
Οι δικαστές εφαρμόζουν την αρχή που διαπνέει το ποινικό μας δίκαιο της «ηθικής απόδειξης», της αξιολόγησης δηλαδή των αποδεικτικών μέσων κατά συνείδηση. Θα πρέπει να πούμε ότι βεβαίως ο δικαστής δεν είναι εξοικειωμένος με τις ιδιαιτερότητες της ιατρικής επιστήμης. Δεν γνωρίζει ιατρικούς όρους και έχει ανασφάλεια ως προς το πώς πρέπει να δικάσει. Η εμπειρία του με το κοινό έγκλημα δεν βοηθά πολλές φορές, ιδίως όταν έχει να κάνει με επιπλοκές στις οποίες δεν είναι βέβαιο αν ο γιατρός «μπορούσε» και «όφειλε» να αποτρέψει. Υποβοηθείται από μάρτυρες με ειδικές γνώσεις, έγγραφα, τεχνικούς συμβούλους και βεβαίως πραγματογνώμονες. Όταν όμως οι ιατρικές πραγματογνωμοσύνες είναι αντιφατικές, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα.
Οι γιατροί ως κατηγορούμενοι πώς αντιδρούν;
Ας μην ξεχνάμε επίσης μια πολύ σημαντική παράμετρο. Ο γιατρός έχει συνηθίσει να ανήκει σε ένα επάγγελμα στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας με ανθρώπους που τον έχουν ανάγκη, που τον προσφωνούν «γιατρέ μου» που του αποδίδουν, ακόμη και σήμερα τα εύσημα της ιδιότητάς του. Στο νοσοκομείο επίσης, όσο πιεστικές και αν είναι οι συνθήκες, είναι ο ηγέτης μιας κλινικής ή μιας ομάδας ατόμων, νοσηλευτών, παραϊατρικών επαγγελμάτων. Έχει ελάχιστη ή καμία σχέση με τα ποινικά δικαστήρια, τα οποία κυριολεκτικά αποστρέφεται, όπως άλλωστε κάθε απλός πολίτης το να προσέρχεται στο νοσοκομείο ή και το δικαστήριο. Το νοσοκομείο είναι ο φυσικός χώρος του γιατρού και όχι το δικαστήριο. Βρίσκεται λοιπόν έξαφνα να δικάζεται στο ίδιο εδώλιο του κατηγορουμένου μαζί με εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, που βαρύνονται για κλοπές, απάτες, υπεξαιρέσεις, πλαστογραφίες σε βαθμό πλημμελήματος ή σωματικές βλάβες με μαχαίρι κ.ο.κ. Εκεί που ο γιατρός το μόνο που γνωρίζει είναι το νυστέρι, αντιμετωπίζεται στην αίθουσα του δικαστηρίου ως κοινός μαχαιροβγάλτης. Αυτή είναι μια τραυματική εμπειρία που δεν μπορεί να παρακάμψει ούτε να ξεχάσει ο γιατρός και μάλιστα, το χειρότερο, με τις αναβολές, το εφετείο κλπ. μπορεί να διαρκέσει για μια πενταετία ως οκταετία.
Γιατί γίνεται και ποινική και αστική δίκη εναντίον του γιατρού;
Αυτό οφείλεται στην πρακτική και των τροχαίων ατυχημάτων. Η διαδικασία στο ποινικό δικαστήριο δίνει την ευκαιρία σε πολύ καλό αποδεικτικό υλικό που έγκειται σε έγγραφα, αλλά πολύ περισσότερο, στην πράξη, σε μαρτυρικές καταθέσεις, σε καταθέσεις πραγματογνωμόνων, τεχνικών συμβούλων, μαρτύρων κλπ. Ο ποινικός δικαστής έχει μια κατά το δυνατόν πλήρη εικόνα των πραγματικών περιστατικών και εκτιμήσεων που σχετίζονται με τη δίκη. Στο αστικό δικαστήριο, κυρίως πολυμελές πρωτοδικείο για τον ιδιώτη γιατρό, η διαδικασία έχει γίνει έγγραφη με ένα μάρτυρα από κάθε πλευρά. Αν το δημόσιο είναι ο αστικός υπεύθυνος, η διαδικασία είναι έγγραφη και μόνο. Οι δικονομικοί κανόνες διαφέρουν αρκετά σε κάθε δικαστήριο.
Όμως με την ποινική δίκη ο ασθενής ή οι οικείοι του προσπαθούν αταβιστικά να «τιμωρήσουν» το γιατρό, να του «ανταποδώσουν» ένα μέρος του πόνου που έχουν αισθανθεί οι ίδιοι από μία ατυχή έκβαση μιας επέμβασης ή μιας νοσηλείας.
Δικαιώματα του ασθενούς σε περίπτωση ιατρικού σφάλματος.
Ο ασθενής έχει δικαίωμα να υποβάλει μήνυση, προκειμένου ο γιατρός να διωχθεί ποινικά, να ασκήσει αγωγή, προκειμένου να λάβει αποζημίωση ο ασθενής ή οι οικείοι του για τη ζημιά που έχει ή που έχουν υποστεί ή την ηθική βλάβη ή την ψυχική οδύνη για θάνατο, καθώς και να προσφύγει στα αρμόδια πειθαρχικά όργανα του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, αν ο γιατρός ανήκει στον κλάδο γιατρών ΕΣΥ και σε κάθε περίπτωση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του οικείου Ιατρικού Συλλόγου.
Μπορεί ο ασθενής να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του; Τι είναι το έγγραφο συναίνεσης;
Το έγγραφο συναίνεσης ζητά συνήθως ο γιατρός από τον ασθενή να το υπογράψει, μετά από ενημέρωση για τους κινδύνους μιας νόσου, τις επιπλοκές της, την αναγκαιότητα της επέμβασης, τις πιθανές επιπλοκές, τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις αν δεν γίνει η επέμβαση κ.ο.κ.
Σε αυτό το έγγραφο θα πρέπει να γίνει μια διάκριση. Ο ασθενής πρώτον ασκεί το δικαίωμά τους της αυτονομίας της βούλησης, της αυτοδιάθεσής του. Δεύτερον αποδέχεται τους κινδύνους, τις επιπλοκές που είναι σύμφυτοι με την επέμβαση και δεν οφείλονται σε υπαιτιότητα του γιατρού. Αν υπάρχει αμέλεια του γιατρού, αυτή θα καταλογισθεί στο γιατρό. Στην περίπτωση αυτή το έγγραφο αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο.
Γιατί άλλοι γιατροί ζητούν από τον ασθενή να τους υπογράψει έγγραφο και άλλοι δεν ζητούν;
Στη χώρα μας υπάρχει μια ελευθερία ως προς το έγγραφο της συναίνεσης. Κανένας νόμος δεν υποχρεώνει το γιατρό ή την κλινική να υποχρεώσει τον ασθενή, ουσιαστικά, στο να υπογράψει ένα έγγραφο συναίνεσης. Αυτό λειτουργεί περισσότερο αποδεικτικά, σε μια πιθανή μελλοντική δίκη, αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, για το γιατρό και την κλινική, ότι ο ασθενής έχει ενημερωθεί για τους κινδύνους που κρύβει μια επέμβαση, ακόμη και αν διεξαχθεί κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης.
Πολλοί γιατροί όμως φοβούνται ότι αν δώσουν έγγραφο συναίνεσης να υπογράψει ο ασθενής, αυτός θα φοβηθεί και θα προσφύγει στις υπηρεσίες άλλου γιατρού. Έτσι στην πράξη λίγοι γιατροί είναι εκείνοι που δίνουν έγγραφο συναίνεσης ως προϋπόθεση για να διενεργήσουν μια επέμβαση.
Τα δικαιώματα του γιατρού.
Βεβαίως και ο γιατρός έχει δικαιώματα. Καταρχάς έχουν κατηγορηθεί οι γιατροί ότι στο νοσοκομείο ασκούν τα δικαιώματά τους κατά έναν «ιμπεριαλιστικό τρόπο», ιδίως η γαλλική νομική σχολή των δεκαετιών ?30 με ?50. Οι γιατροί από τη θέση τους ασκούν άμεσα ή έμμεσα εξουσία στον ασθενή, γιατί ο ασθενής βρίσκεται σε πιο αδύναμη θέση. Αυτό με την ευρεία έννοια, και όχι με κακή έννοια της εξουσίας, αντίστοιχη της γονικής μέριμνας. Πρέπει να μην κάνεις αυτό, πρέπει να ακολουθήσεις αυτή τη δίαιτα, πρέπει να παίρνεις αυτά τα φάρμακα. Αυτή είναι η φυσική εξουσία του γιατρού προς τον ασθενή. Πρέπει να τον κατευθύνει, να τον καθοδηγήσει, να τον φροντίζει, να τον προσέχει. Η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται με ευγενικό και ιδιαίτερα διακριτικό τρόπο. Στην πίεση της δουλειάς, ιδίως στα κρατικά νοσοκομεία πολλές φορές οι γιατροί είναι απόμακροι ή απότομοι ή και αγενείς. Πολλές φορές είναι ένας φαύλος κύκλος, γιατί ο ασθενής έρχεται περιστοιχισμένος από συγγενείς, έτοιμους να κατηγορήσουν το γιατρό για κάθε καθυστέρηση, για κάθε αδυναμία του συστήματος.
Με την πάροδο του χρόνου και με τους κανόνες δεοντολογίας ο γιατρός φαίνεται να έχει περισσότερες υποχρεώσεις ηθικού και δεοντολογικού χαρακτήρα, παρά δικαιώματα. Υπάρχουν εκατοντάδες Διακηρύξεις Δικαιωμάτων των ασθενών και ελάχιστες Διακηρύξεις δικαιωμάτων των γιατρών.
Αν θέλουμε να μιλήσουμε τώρα για τα δικαιώματα που έχει ο γιατρός ως κατηγορούμενος ή εναγόμενος ή καταγγελλόμενος, ανάλογα με το ποιο δικαστήριο ή όργανο τον κρίνει, τότε πρέπει να πούμε ότι έχει όλο το πλέγμα προστασίας των κατηγορουμένων ή εναγόμενων ή καταγγελλόμενων που ορίζει ο συνταγματικός και ο κοινός νομοθέτης σε ένα κράτος δικαίου.
Ευθύνονται οι γιατροί για δόλο ή το ιατρικό σφάλμα είναι μόνο ζήτημα αμέλειας;
Η ιατρική ευθύνη έχει να κάνει μόνο με αμέλεια. Έτσι είτε βαριά είτε επικίνδυνη είτε θανατηφόρα σωματική βλάβη είτε και ανθρωποκτονία θα κριθούν από αμέλεια. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι εκτός από τις ταινίες κινηματογράφου ?και αυτές παλαιάς κοπής- κανένας γιατρός δεν επιθυμεί να θέση σε διακινδύνευση την καριέρα του ή την ψυχική του ηρεμία ή την περιουσία του με το να προκαλέσει από δόλο ιατρικό «ατύχημα». Από δόλο μπορεί να διαπράττονται άλλα αδικήματα, λ.χ. παθητική δωροδοκία (φακελάκι) ή νόθευση εγγράφων (λ.χ. των ιατρικών αρχείων για να μην κατηγορηθεί ο γιατρός), αλλά όχι και τα ιατρικά σφάλματα. Σπανιότατα επίσης οι γιατροί κατηγορούνται για βιασμό ή απόπειρα βιασμού ή ασελγείς πράξεις σε μια ασθενή. Πράγματι οι γιατρός, ιδίως ο μαιευτήρας γυναικολόγος θα εξετάσει τους μαστούς της ασθενούς, με δακτυλική εξέταση αμφίχειρη θα εξετάσει τον τράχηλο της μήτρας, ενδεχόμενη δε και αμφίχειρη εξέταση δακτυλική και κολπική. Οι γυναίκες γνωρίζουν αυτές τις εξετάσεις και δέχονται τακτικά να γίνονται. Ο γιατρός μπορεί να αντιμετωπίσει την τυχόν κακόπιστη συμπεριφορά με συνεργάτιδά του μαία ή νοσηλεύτρια, η οποία θα χρησιμοποιηθεί και ως μάρτυρας σε δίκη με παρόμοια κατηγορία.
Μπορεί, όπως συμβαίνει πολλές φορές σε χώρους στάθμευσης να αποποιηθεί μια ιδιωτική κλινική ή ένα ιατρείο από την ευθύνη με μία πινακίδα;
Όχι, αυτό δεν είναι δυνατό. Ακόμη και αυτές οι πινακίδες των χώρων στάθμευσης είναι αμφίβολο αν θα γίνουν δεκτές από δικαστήριο. Αν λ.χ. ένας υπάλληλος του χώρου στάθμευσης από δόλο ή από αμέλεια προκαλέσει πυρκαγιά, δεν θα ευθύνεται και ο ίδιος και ο ιδιοκτήτης; Το ίδιο συμβαίνει και με την ιατρική αμέλεια. Κανένας δεν μπορεί να αποποιηθεί της ευθύνης. Και αυτό είναι ορθό. Ο οποιοσδήποτε επαγγελματίας πρέπει να έχει ευθύνη, γιατί πρέπει να επιτελεί την εργασία του σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης του ή της τέχνης του. Ο οδοντίατρος, ο φαρμακοποιός, ο δικηγόρος, ο συμβολαιογράφος, αλλά και ο ηλεκτρολόγος, ο υδραυλικός, ο συντηρητής κ.ο.κ.
Είναι αλήθεια ότι δεν προσέρχονται ως μάρτυρες γιατροί εναντίον γιατρών;
Αυτό σε μεγάλο βαθμό είναι αλήθεια. Οι γιατροί διστάζουν να καταθέσουν εναντίον συναδέλφων τους. Πολλοί το ερμηνεύουν ως κακώς εννοούμενη συναδελφική αλληλεγγύη. Εμείς το ερμηνεύουμε πολύ πιο απλά. Δεν υπάρχει γιατρός ενεργός που δεν κινδυνεύει να έχει επιπλοκές. Επίσης και το ανθρώπινο λάθος είναι μέσα στα ανθρώπινα μέτρα. Ποιος επαγγελματίας δεν έχει κάνει λάθη στην καριέρα του και δεν συνεχίζει να κάνει λάθη, όση επιμέλεια και αν επιδεικνύει; Και το χειρότερο είναι ότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πότε θα συμβεί το λάθος ή πότε θα συμβεί μια επιπλοκή. Επομένως παρά ότι παρατηρείται συχνά το φαινόμενο γιατροί να έχουν αντιδικίες για άλλα πράγματα, λ.χ. για παράνομη διαφήμιση, για απατηλά μέσα προσέλκυσης πελατείας, για ιατρικό σφάλμα σπάνια θα δει κανείς μάρτυρα κατηγορίας γιατρό κατά συναδέλφου του.
Μήπως θα έπρεπε να δικάζουν γιατροί; Πώς το δικαστήριο κρίνει μια υπόθεση, όταν οι δικαστές δεν είναι γιατροί;
Είναι ένα πάγιο παράπονο των γιατρών. Οι γιατροί θα επιθυμούσαν να δικάζονται από γιατρούς και όχι από δικαστές. Από τη δική τους την πλευρά έχουν δίκιο. Και όχι γιατί πιστεύουν ότι θα αθωωθούν επειδή οι άλλοι θα είναι γιατροί, αλλά γιατί οι γιατροί ως χειρουργοί, λ.χ. διαφορετικά θα κατανοήσουν την κατάσταση για ένα ατυχές περιστατικό, λ.χ. απολινώθηκε ένας ουρητήρας κατά τη διάρκεια γυναικολογικής επέμβασης, και διαφορετικά ένας δικαστικός από το γραφείο του, ο οποίος, πιθανότατα, ουδέποτε έχει επισκεφθεί χώρο χειρουργείων κατά την ώρα του φόρτου εργασίας.
Από την άλλη πλευρά όμως σε κανένα μέρος του κόσμου δεν δικάζουν γιατροί. Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν γνωρίζουν τα μεθοδολογικά εργαλεία να δικάσουν. Ακόμη και στις ΗΠΑ όπου το σύστημα των ενόρκων διαδραματίζει πιο σημαντικό ρόλο από ό,τι στη χώρα μας, οι ένορκοι καθοδηγούνται από το δικαστή ως προς το ποιο είναι το σημείο που πρέπει να αποφασίσουν ότι αποδείχθηκε.
Εύλογο είναι το ερώτημα πώς θα κρίνει ο δικαστής χωρίς ιατρικές γνώσεις. Με τη βοήθεια αποδεικτικών μέσων που απαριθμεί ο νόμος και κυρίως με ιατροδικαστικά πορίσματα ή γνωματεύσεις πραγματογνωμόνων, μάρτυρες, έγγραφα κλπ.
Στο δικαστήριο ποιος πρέπει να αποδείξει ότι δεν έχει ευθύνη;
Στην ποινική δίκη πάντοτε ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου. Στην αστική δίκη, τη δίκη για αποζημίωση, κατά πάγια νομολογία των δικαστηρίων, το βάρος απόδειξης, το βάρος δηλαδή να αποδείξει το δικαστή, φέρει ο γιατρός. Η δικαιολογητική βάση έγκειται στο ότι ο ασθενής δεν γνωρίζει τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης και δεν γνωρίζει τι έγινε στο χειρουργείο. Ο γιατρός επομένως πρέπει να αποδείξει ότι ενήργησε κατά τον δέοντα τρόπο, ότι τήρησε τους κανόνες, και ότι η όποια βλάβη δεν οφείλεται σε δική του αμέλεια, αλλά σε ενδογενές ή τυχαίο αίτιο.
Στην πράξη βλέπουμε όμως ότι ακόμη και στις ποινικές δίκες τα δικαστήρια δυσπιστούν αρκετές φορές απέναντι στο γιατρό, θεωρώντας ότι θα έπρεπε να έχει κάνει περισσότερα, ώστε να αποφευχθεί η ζημιά του ασθενούς.
Όταν το δικαστήριο επιδικάσει ένα ιατρικό σφάλμα τιμωρείται ποινικά ο γιατρός και ποιες είναι οι ποινές;
Συνήθως οι καταδίκες των γιατρών αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου. Ξεκινούν από 12 περίπου μήνες με αναστολή και έχουν φθάσει μέχρι και 36 μήνες για ανθρωποκτονία, λ.χ. γιατρού που φέρεται ότι από αμέλειά του πέθανε 73χρονος με τεράστια κοιλιοκήλη, γιατί μετά μερικές ημέρες υπήρξε διαφυγή από το χειρουργημένο έντερο και τελικά ο άνθρωπος κατέληξε.
Δεν είναι σφάλμα του γιατρού το ότι υπήρξε διαφυγή ή διάτρηση του εντέρου;
Το τι είναι και το τι δεν είναι σφάλμα είναι κάτι που δεν μπορούμε να το πούμε γενικά, παρά μόνο κρίνοντας μια συγκεκριμένη υπόθεση. Και πάλι, τίποτε δεν είναι σίγουρο. Πολλές φορές, ακόμη και αν κρίνουν τα δικαστήρια έτσι ή αλλιώς, παραμένει μέσα μας η αμφιβολία αν ο γιατρός έπραξε το ορθό ή όχι. Σε ηλικιωμένους ανθρώπους, λ.χ., γνωρίζουμε ότι υπάρχουν ταλαιπωρημένα έντερα, σας «τσιγαρόχαρτο», ή που έχουν υποστεί άλλες επεμβάσεις, που έχουν συμφύσεις κλπ. Μπορεί το σφάλμα να ανήκει στο γιατρό που δεν έθεσε καλά τα ράμματα ή που τα ράμματα ή τα κλιπς δεν είχαν μεταξύ τους την κατάλληλη απόσταση. Μπορεί να οφείλεται και σε ένα τυχαίο γεγονός, λ.χ. το έντερο μετά από μερικές ημέρες να ανοίξει, ίσως μόνο και μόνο από την ταλαιπωρία της επέμβασης. Στο εξωτερικό οι χειρουργοί κάνουν λόγο για την «καταραμένη» Πέμπτη ημέρα. Μετά μερικές ημέρες δηλαδή μπορεί να υπάρξει διαφυγή.
Ας σημειωθεί ότι στη συντριπτική πλειοψηφία τα δικαστήρια θεωρούν τη διαφυγή του εντέρου ότι οφείλεται σε σφάλμα του χειρουργού.
Πόσο χρόνο κάνει το ποινικό δικαστήριο να καταδικάσει το γιατρό;
Μια ποινική δίκη ξεκινά από την προδικασία, τις έγγραφες εξηγήσεις του φερόμενου ως υπαίτιου γιατρού, αρκετούς μήνες μετά η υπόθεση, στη συντριπτική πλειοψηφία, φθάνει στο ακροατήριο. Μπορεί να υπολογίσει κανείς ότι με τις αναβολές στο τριμελές πλημμελειοδικείο η διαδικασία κρατάει 3 με 5 χρόνια, 2 περίπου χρόνια στο Εφετείο και ταχύτερα στον Άρειο Πάγο, αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής που είναι (πέντε συν τρία) οκτώ έτη.
Όταν το πολιτικό δικαστήριο κρίνει ότι έχει λάβει χώρα ιατρικό σφάλμα ποιες είναι οι αποζημιώσεις;
Οι αποζημιώσεις είναι αρκετές σε δίκες ιατρικής ευθύνης και έτσι μπορούν να φθάσουν μέχρι και 200.000 αποζημίωση για ηθική βλάβη (πρόσφατη απόφαση Αρείου Πάγου). Παλαιότερα, για μικρό κορίτσι στη Ρόδο που μολύνθηκε από HIV/AIDS επιδικάσθηκε το ποσόν των 100.000.000 δραχμών. Πρόκειται για πολύ σοβαρά περιστατικά.
Πόσο χρόνο κάνει το αστικό δικαστήριο να εκδώσει απόφαση για αποζημίωση;
Περίπου δύο χρόνια χρειάζονται για προσδιορισμό, μπορεί να υπολογίσει κανείς και αναβολή, περίπου το χρονικό διάστημα που κάνει και το ποινικό δικαστήριο. Μπορεί κανείς χονδρικά να υπολογίσει ότι μια δίκη ιατρικής ευθύνης τελεσιδικεί ή γίνεται αμετάκλητη μετά 5-10 έτη.
Ο ασθενής πώς θα διασφαλισθεί σε περίπτωση ιατρικού σφάλματος ότι θα εισπράξει την αποζημίωση; Αν λ.χ. ο γιατρός πουλήσει περιουσιακά του στοιχεία ή τα μεταβιβάσει στα παιδιά του κλπ. τότε τι γίνεται;
Αυτό μπορεί να ακούγεται λογικό, όμως ο νόμος έχει ασφαλιστικές δικλείδες. Όχι μόνο με τις διατάξεις για την καταδολίευση δανειστών, όπου ακυρώνονται τέτοιου είδους συμβάσεις, αλλά και με δύο άλλους τρόπους. Πρώτον με την ασφάλιση του γιατρού ?συνήθως οι γιατροί ασφαλίζονται για ποσά από 100.000 ως 400.000 ευρώ, μπορεί και παραπάνω- και δεύτερον με τη σχέση «πρόστησης» που συνδέει ένα κρατικό νοσοκομείο ή μια ιδιωτική κλινική με το γιατρό. Αν δηλαδή ο γιατρός χρησιμοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο και οποιαδήποτε εργασιακή ή άλλη σχέση, έστω και απλής χρήσης των χειρουργείων, έχει κριθεί από τα δικαστήρια ότι συνυπεύθυνη είναι και η κλινική. Το ίδιο ισχύει και για τους γιατρούς του ΕΣΥ ή του ΙΚΑ.
Πρέπει οι γιατροί να είναι ασφαλισμένοι;
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο στα μέσα της δεκαετίας του ?70 όσο και την προηγούμενη δεκαετία υπήρξε ένα τεράστιο πρόβλημα. Οι δικαστές, έχοντας τη βεβαιότητα ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες πληρώνουν και όχι οι γιατροί αύξησαν υπερβολικά τα ασφάλιστρα. Ποιος πληρώνει; The deep pocket, η βαθιά τσέπη, ήταν η απάντηση. Αυτές οι μεγάλες αποζημιώσεις είχαν όμως αποτέλεσμα που δεν είχε προβλεφθεί από τους δικαστές, αλλά η ίδια η αγορά αντέδρασε. Η αύξηση αποζημιώσεων επέφερε αύξηση των ασφαλίστρων, σε βαθμό που έκανε απαγορευτική πολλές φορές την άσκηση της ιατρικής σε ειδικότητες όπως η μαιευτική-γυναικολογία, ορθοπαιδική, και γενικά χειρουργικές ειδικότητες, που έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα ιατρικής ευθύνης. Πολλοί γιατροί σε περιοχές όπως το Μαϊάμι ή η Καλιφόρνια, από τις καλύτερες περιοχές στον κόσμο, αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους.
Στη χώρα μας ευτυχώς το πρόβλημα με τις ασφαλιστικές εταιρείες δεν είναι τόσο μεγάλο και ακόμη το σύστημα λειτουργεί σε ικανοποιητικό βαθμό και τα ασφάλιστρα είναι λογικά. Σχεδόν όλοι οι γιατροί σήμερα ?κάτι που ήταν αδιανόητο πριν από μια εικοσαετία- που ασκούν ειδικότητα υψηλού ρίσκου είναι ασφαλισμένοι.
Αξίζει τον κόπο κάποιος ασθενής που έχει υποστεί ζημιά από ιατρικό σφάλμα να προσφύγει στα δικαστήρια; Θα αποζημιωθεί για την ταλαιπωρία του;
Ο ασθενής που υπέστη μια ζημιά που δεν προβλεπόταν από το χαρακτήρα της επέμβασης, λ.χ. ?και αναφερόμαστε σε ένα ακραίο παράδειγμα- επέμβαση κήλης ή σκωληκοειδίτιδας όπου έχει πληγεί το ισχιακό νεύρο, τότε προφανώς κάτι δεν έπραξε σωστά ο γιατρός ή κάτι παρέλειψε, ώστε να επέλθει αυτό το δυσμενές αποτέλεσμα. Ο ασθενής λοιπόν θα πρέπει να συμβουλευθεί και δικηγόρο, ή και δικηγόρους, και να συμβουλευθεί ακόμη και γιατρούς της ίδιας ειδικότητας με αυτή που ήταν ο χειρουργός ή αντίστοιχη (λ.χ. στο ανωτέρω παράδειγμα καλό θα ήταν να συμβουλευθεί ο ασθενής γενικούς χειρουργούς ή και νευροχειρουργούς). Θα μπορούσε να μην ευθύνεται ο γιατρός, λ.χ. γιατί σε αυτό το ακραίο παράδειγμα, θα μπορούσε να υπάρχει μια ανατομική διαταραχή του ασθενούς που δεν ήταν προβλέψιμη και λόγω και του κατεπείγοντος δεν μπορούσε να ελεγχθεί.
Υπάρχουν και περιπτώσεις όπου ο γιατρός λειτουργεί με υψηλότατο ρίσκο και υπό μεγάλη πίεση, όπως σε περιπτώσεις πολυτραυματιών σε τροχαία ατυχήματα ή σοβαρών τραυματισμών με πυροβόλα όπλα ή μαχαίρια σε κυνήγι, συμπλοκές με παραβαίνοντες τις διατάξεις του ποινικού δικαίου κλπ. Σε αυτές τις περιπτώσεις βεβαίως μια άσχημη εξέλιξη δεν μπορεί να αποδοθεί στο γιατρό. Είναι επομένως πολλές οι πιθανότητες μια μήνυση του γιατρού κατά του ασθενούς ή μια αγωγή να απορριφθούν.
Επομένως, συνοψίζοντας. Κάθε ζημιά που υφίσταται ο ασθενής μετά από μια ιατροχειρουργική επέμβαση δεν οφείλεται αναγκαία σε ιατρικό σφάλμα. Ο ασθενής θα σταθμίσει τις συνέπειες μιας δικαστικής διαμάχης. Αν γίνει από το δικαστήριο δεκτή η ευθύνη του γιατρού μπορεί να κερδίσει αρκετά χρήματα, περίπου μετά από 5-10 έτη. Αν δεν ευδοκιμήσουν οι δίκες αυτές τότε έχει τον κίνδυνο να καταδικασθεί με τη δικαστική δαπάνη. Αρκετοί ασθενείς βεβαίως προτιμούν τη λύση των «εργολαβικών» δικών, εκείνων δηλαδή στο οποίο συμφωνούν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους να αμείβεται εκείνος με ένα ποσοστό ?σήμερα με βάση το ισχύον στην Ελλάδα νομικό πλαίσιο φθάνει το 20%- των ποσών που επιδικάζονται ή πρόκειται να επιδικασθούν.
Βεβαίως πάντοτε υπάρχει η περίπτωση ενός λογικού συμβιβασμού, ο οποίος όμως συνήθως είναι ανέφικτος λόγω των υψηλών ποσών που ζητούν οι ασθενείς ή οι συγγενείς τους.
© Χάρης Πολίτης, τηλ. 210 6756747, fax 210 6729207, chpolitis@gmail.com, www.harrispolitis.gr.
Απαγορεύεται ρητώς η αναδημοσίευση χωρίς προηγούμενη έγγραφη άδεια κατά νόμο.